- εξασέλιδος
- -η, -ο [σελίδα]αυτός που έχει, που αποτελείται από έξι σελίδες («εξασέλιδη εφημερίδα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξασέλιδος — η, ο που έχει έξι σελίδες, που αποτελείται από έξι σελίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)